1. Όταν πρόκειται να εξεταστεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή
μάρτυρας που δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διορίζει
διερμηνέα.
2. Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα του μέσα στο τρίτο δεκαήμερο του μηνός Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου από πρόσωπα που διαμένουν ή εργάζονται στην έδρα του και κατά προτίμηση από δημοσίου υπαλλήλους. Ο πίνακας υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών, που έως το τέλος Οκτωβρίου έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το συμβούλιο εφετών την μεταρρύθμισή του. Το συμβούλιο των εφετών αποφαίνεται σχετικά έως το τέλος Νοεμβρίου. Ο πίνακας, αφού οριστικοποιηθεί, τοιχοκολλάται στο ακροατήριο του πλημμελειοδικείου και ανακοινώνεται έως το τέλος Δεκεμβρίου κάθε χρόνου από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στους ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειας. Κάθε χρόνο ισχύει, ωσότου συνταχθεί νέος πίνακας, ο πίνακας που συντάχθηκε το προηγούμενο έτος.
Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατόν να διοριστεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στο σχετικό πίνακα, μπορεί να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτόν.
Σχόλια
Στην τρέχουσα γλώσσα, ως
Στην τρέχουσα γλώσσα, ως διερμηνεία χαρακτηρίζεται η μεταφορά προφορικών μηνυμάτων στην οποία προβαίνει ο διερμηνέας σε ζωντανό προφορικό λόγο και συγχρόνως κατά τον χρόνο που αυτά λέγονται από τη μια γλώσσα σε άλλη∙ ενώ ως μετάφραση χαρακτηρίζεται η μεταφορά και απόδοση γραπτών μηνυμάτων (γραπτού λόγου) από τον μεταφραστή σε γλώσσα διαφορετική από αυτή της παραγωγής τους και σε χρόνο ανεξάρτητο από αυτόν κατά τον οποίο αυτά γράφηκαν [βλ. τα σχετικά λήμματα και σχόλια σε Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1998 (β’ ανατύπ.), σελ. 1094]. Αν και οι έννοιες είναι εμφανώς διαφορετικές, ο Έλληνας νομοθέτης δεν προβαίνει σε κανένα απολύτως διαχωρισμό τους∙ βλ. ΚΠΔ 237 παρ. 1, ΠΚ 226 παρ. 3. Ο διερμηνέας, με τη διευρυμένη αυτή έννοια (δηλαδή και ο μεταφραστής), είναι γλωσσομαθής, που διευκολύνει στο πλαίσιο της ποινικής δίκης (με την ευρεία έννοια) την επικοινωνία μεταξύ του έχοντος ανάγκη διερμηνείας και των λοιπών προσώπων ή/και μεταφράζει στην ελληνική γλώσσα τα αποδεικτικά μέσα και όσα αναφέρει ή καταθέτει διάδικος που αγνοεί τη γλώσσα αυτή, μεταφέροντάς του παράλληλα κάθε ενέργεια που λαμβάνει χώρα στην ελληνική γλώσσα που αγνοεί. Περαιτέρω, ως διερμηνέας θεωρείται και το πρόσωπο εκείνο που βοηθεί στην επικοινωνία αυτού που ενεργεί την ανάκριση και των παραγόντων της δίκης με πρόσωπα των οποίων η ομιλία ή η ακοή πάσχει. Ο νομοθέτης δεν προσδιορίζει τα προσόντα, τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ο διερμηνέας: αρκεί να έχει την ικανότητα διερμηνείας, εννοώντας και την ικανότητα μετάφρασης. Η έλλειψη αναφοράς προϋποθέσεων για τον διορισμό διερμηνέα-μεταφραστή, όπως εύστοχα έχει λεχθεί [βλ. πρόταση (δεκτή) αντεισαγγελέα Α. Δημόπουλου σε ΣυμβΕφΘεσ 54/2011 Αρμ 2011, 696, όπου και εκτενέστερος προβληματισμός για το όλο θέμα], «δείχνει την αμηχανία με την οποία ο νομοθέτης αντιμετωπίζει το ρόλο του. Ενδιαφέρεται μόνο για το αποτέλεσμα (την ομαλή διεξαγωγή της δίκης σύμφωνα προς τους διεθνείς κανόνες), αλλά παραγνωρίζει την ειδική ικανότητα που χρειάζεται κάποιος για να είναι αφενός διερμηνέας (να μεταφέρει δηλαδή μια ομιλία σε πραγματικό χρόνο) και αφετέρου γνώστης νομικής ορολογίας».