ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 4/5/2009 (ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ)>
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, η οποία συνεδρίασε στις 1 και 2 Μαΐου στην Ξάνθη, αποφάσισε ομόφωνα :
1.ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
«Μεταρρυθμίσεις στην οργάνωση της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, στη θεραπευτική μεταχείριση χρηστών ναρκωτικών ουσιών και άλλες διατάξεις»
Περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη συνιστά και η κατάργηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας όταν το οικονομικό αντικείμενο της διαφοράς είναι κατώτερο των 40.000 ευρώ (200.000 ευρώ για τις διαφορές από δημόσια σύμβαση). Τα ποσά αυτά είναι εξαιρετικά υψηλά και δυσανάλογα προς το σκοπό για τον οποίο υιοθετούνται (αποφόρτιση του ΣτΕ, που μπορεί να επιτευχθεί και με άλλα μέσα).
Η ανάθεση της διοίκησης των καταστημάτων κράτησης σε ιδιώτες, μη μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, είναι επίσης επικίνδυνη καθώς εισάγει κριτήρια αγοράς στη λειτουργία των φυλακών.
Είναι τέλος προσβλητική η διατήρηση του άβατου των φυλακών για τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας, που αποτελούν υπερασπιστή και εγγυητή των δικαιωμάτων των πολιτών.
2. ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΥΦΤΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
Σε συνέχεια του πορίσματος του 12ου Πανελληνίου Δικηγορικού Συνεδρίου (27.6.1992) αναφορικά με τις δικαστικές αρμοδιότητες του Μουφτή, και αφού έλαβε υπ όψη της ότι,
1. Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που έχει αναθέσει δικαιοδοτικά καθήκοντα στον Μουφτή: ο νόμος 1920/1991 (αντικατέστησε τον νόμο 2345/1920) αναθέτει στον εκάστοτε Μουφτή την υποχρεωτική εκδίκαση όλων των οικογενειακών διαφορών των Ελλήνων Μουσουλμάνων. Καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει εμπιστευτεί την απονομή της δικαιοσύνης σε αξιωματούχο του Ισλάμ ή άλλης θρησκείας (στον «Ιεροδίκη»).
2. Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που εφαρμόζει τη Σαρία, δηλαδή, το δίκαιο του Ισλάμ για τους Μουσουλμάνους πολίτες της: ο νόμος 147/1914, ο οποίος ακόμα διατηρείται σε ισχύ, ορίζει ότι, κατ απόκλιση του Αστικού Κώδικα, η Σαρία διέπει την οικογενειακή κατάσταση (γάμος, διαζύγιο, διατροφή, επιτροπεία, κηδεμονία, ισλαμική διαθήκη, εξ αδιαθέτου διαδοχή) των Ελλήνων Μουσουλμάνων. Καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν επιτρέπει την υποκατάσταση του εθνικού (κοσμικού) δικαίου της από τους Ιερούς Κανόνες οιασδήποτε θρησκείας (π.χ. το βυζαντινό-ρωμαϊκό δίκαιο).
3. Ο αναχρονισμός αυτός, κατάλοιπο της θεοκρατίας και των δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν βρίσκει έρεισμα σε καμία από τις διεθνείς συνθήκες που έχει συνομολογήσει η Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Συνθήκης της Λωζάννης. Το αντίθετο συμβαίνει: τόσο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και οι διεθνείς συμβάσεις προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο πλαίσιο του ΟΗΕ, επιβάλουν την κατάργηση του αναχρονισμού της Σαρία και του Μουφτή-Ιεροδίκη. Επ αυτού έχουν επανειλημμένως αποφανθεί αρνητικά τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕυρΔΔΑ (τμήμα ευρείας σύνθεσης), Απόφαση Refah Partisi (Κόμμα της Ευημερίας) και λοιποί, 13.2.2003, παρ. 123) όσο και τα αρμόδια όργανα των συμβάσεων του ΟΗΕ (Επιτροπή για την Εξάλειψη των Διακρίσεων σε βάρος των Γυναικών, Έκθεση για την Ελλάδα, 2.2.2007, παρ. 33).
4. Πολύ δε περισσότερο, ο αναχρονισμός αυτός έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το σύγχρονο και φιλελεύθερο Σύνταγμά μας, που εγγυάται όχι απλώς την τυπική (άρθρο 4 παρ. 2) αλλά και την ουσιαστική ισότητα (άρθρο 116 παρ. 2) ανδρών και γυναικών Ελληνίδων και Ελλήνων. Οι συγκρούσεις αυτές έχουν ειδικώς επισημανθεί από το αρμόδιο όργανο της Ελληνικής Πολιτείας, την Εθνική Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε σειρά αποφάσεών της (7.5.2003, 21.3.2005, 19.1.2006).
Να εισηγηθεί στην Πολιτεία την πλήρη κατάργηση των δύο αναχρονιστικών διατάξεων
(α) του άρθρου 4 του νόμου 147/1914 «Περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως» (ΦΕΚ Α΄ 25, 1.2.1914) και
(β) του άρθρου 5 του νόμου 1920/1991 «Περί κυρώσεως της από 24ης Δεκεμβρίου 1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών» (Α΄ 11), όπως ισχύει σήμερα.
3.ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Σύμφωνα με το νόμο περί ευθύνης Υπουργών, αλλά και το Σύνταγμα, μόλις ο Δικαστικός ή ο Εισαγγελικός Λειτουργός, στα πλαίσια οποιασδήποτε έρευνας, διαπιστώσει, ότι υπάρχει εμπλοκή υπουργού, «αμελλητί» διαβιβάζει τη δικογραφία στη Βουλή για τα περαιτέρω, σύμφωνα με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Η διαβίβαση γίνεται αμέσως, από αυτόν που ενεργεί την εξέταση, πράγμα που αναφέρεται ρητά στο νόμο, και μάλιστα, χωρίς να έχει το δικαίωμα αξιολόγησης των στοιχείων που αφορούν την υπόθεση. Τέτοιο δε δικαίωμα είναι προφανές ότι δεν μπορεί να έχει ούτε και ο προϊστάμενός του Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κατά μείζονα λόγο. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η δικογραφία δεν επιτρέπεται να διαβιβαστεί στον προϊστάμενο Εισαγγελέα, αλλά διαβιβάζεται υποχρεωτικά στη Βουλή από τον ίδιο τον ενεργούντα την εξέταση, χωρίς αξιολόγηση των στοιχείων, εφόσον η Βουλή είναι αρμόδια να ασκήσει δίωξη.
Εάν βέβαια από «υπερβάλλοντα υπηρεσιακό ζήλο» ο υφιστάμενος εισαγγελέας, διαβιβάσει τη δικογραφία στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από τις ίδιες διατάξεις, δεν προκύπτει το δικαίωμα του συγκεκριμένου Εισαγγελέα να αρνηθεί τη διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή, και μάλιστα με σκεπτικό που καταδεικνύει ότι προέβη σε αξιολόγηση των στοιχείων της δικογραφίας (εγγράφων και καταθέσεων των μαρτύρων), εφόσον τέτοια αξιολόγηση δεν επιτρέπεται από το νόμο.
Από την ερμηνεία των διατάξεων, φαίνεται πως μόνος αρμόδιος, αλλά και υπεύθυνος, για τη διαβίβαση της δικογραφίας είναι ο ενεργήσας την εξέταση εισαγγελέας, που εν προκειμένω μάλλον κακώς ζήτησε την παρέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον οποίο απλώς έπρεπε να ενημερώσει για το πέρας της εξέτασης, επειδή εκείνος του είχε παραγγείλει την συγκεκριμένη προκαταρτική εξέταση. Και επίσης δεν προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, ότι είναι στις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ως προϊστάμενης αρχής) η εντολή να μην διαβιβαστεί η δικογραφία στη Βουλή, και μάλιστα με σκεπτικό που «προδίδει» αξιολόγηση των στοιχείων, εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν θα το είχε, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που ο ίδιος προέβαινε στην προκαταρτική εξέταση.
4. ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ
Ο Πρόεδρος της ΕΣΑμεΑ κ. Ιωάννη Βαρδακαστάνη ευχαρίστησε θερμά τον Πρόεδρο της Ολομέλειας κο Παξινό για τη συνεργασία και ανέπτυξε τις τρέχουσες εξελίξεις γύρω από τα ζητήματα αναπηρίας στην Ελλάδα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον ΟΗΕ, επισημαίνοντας παράλληλα ότι τόσο από το Σύνταγμα της χώρας (άρθρο 21, παράγραφος 6), τις ευρωπαϊκές Οδηγίες και Κανονισμούς, καθώς και τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, έχει δημιουργηθεί ένας νέος νομικός πολιτισμός για την αναπηρία, που επιτάσσει την εμπέδωση της δικαιωματικής ως κυρίαρχης προσέγγισης για την αναπηρία, ώστε να εγκαταλειφθεί το ιατρικό μοντέλο που κυριαρχεί ακόμα και σήμερα στο εθνικό μας δίκαιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Βαρδακαστάνης πρότεινε τη συσστράτευση του νομικού κόσμου της χώρας και του αναπηρικού κινήματος, καθώς και τη συγκρότηση ενός είδους Παρατηρητηρίου με τη συμμετοχή των Ενώσεων των Δικαστών και των Εισαγγελέων όλων των δικαστηρίων της χώρας και της Ε.Σ.ΑμεΑ., καθώς και εκπροσώπων από τις νομικές σχολές της χώρας, ώστε να προωθηθεί και να εμπεδωθεί ο νέος νομικός πολιτισμός στο σύνολο των λειτουργών της δικαιοσύνης, πρόταση η οποία εγκρίθηκε και άμεσα θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες υλοποίησής της.
Τέλος, κατόπιν πρότασης του κου Βαρδακαστάνη και του Προέδρου της Ολομέλειας κου Παξινού, θα διατυπωθεί άμεσα στην κυβέρνηση το αίτημα της υπογραφής του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου της Διεθνούς Σύμβασης και της άμεσης κύρωσης τόσο αυτού όσο και της Σύμβασης από τη Βουλή των Ελλήνων.
5. ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Η κρίσιμη επικαιρότητα επιβάλλει τη δέσμευση των πολιτικών κομμάτων, προεχόντων των δύο κομμάτων εξουσίας, να λάβουν θέση επί συγκεκριμένων αρχών, ώστε μια επόμενη αναθεωρητική βουλή να προβεί στις αναγκαίες συνταγματικές αλλαγές προς τις ακόλουθες, ιδίως, κατευθύνσεις:
α. Επιλογή της ηγεσίας του δικαστικού σώματος από ένα ευρύ εκλεκτορικό σώμα, που θα παρέχει τα εχέγγυα αξιοκρατικής και αντικειμενικής ανάδειξης των υποψηφίων, χωρίς την ύπαρξη εξαρτήσεων από την εκάστοτε πολιτική εξουσία.
β. Η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης για την ποινική ευθύνη υπουργών (άρθρο 86 Συντάγματος) να υποκατασταθεί από ένα θεσμικό όργανο με ευρεία σύνθεση από τον πολιτικό, δικαστικό, δικηγορικό και επιστημονικό χώρο, ώστε να έχει τα εχέγγυα να αποφασίζει για την ύπαρξη ή μη επαρκών ενδείξεων για την άσκηση ποινικής δίωξης, χωρίς υπολογισμούς και πολιτικές σκοπιμότητες, με αυστηρώς νομικά και όχι πολιτικά κριτήρια.
γ. Η επιτροπή ελέγχου των εκλογικών δαπανών του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος, να ανατεθεί σε ανεξάρτητη αρχή, η οποία θα στελεχωθεί από προσωπικότητες κύρους του πολιτικού, δικαστικού, δικηγορικού και ακαδημαϊκού χώρου, ώστε να υπάρχει διαφάνεια του ελέγχου του πολιτικού χρήματος, ζήτημα καίριο για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και, τελικά, για τη λειτουργία της ίδια της Δημοκρατίας.
6. Η ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Έμφαση δόθηκε στην αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού του Ποινικού Κώδικα, απάλειψης απαρχαιομένων διατάξεων, ένταξης σε αυτόν μορφών σύγχρονής εγκληματικότητας με ιδιαίτερο κοινωνικό ενδιαφέρον, όπως η σοβαρότερη αντιμετώπιση των αδικημάτων κατά του περιβάλλοντος, καθώς και στην ανάγκη νομοθετικών αλλαγών ως προς το υπάρχον σύστημα επιβολής ποινών. Ως προς τα δικονομικά ζητήματα, δόθηκε έμφαση στην αντιμετώπιση του ζητήματος της παραπομπής των κακουργηματικών υποθέσεων προς εκδίκαση με την κρίση ενός δικαστικού συμβουλίου και όχι με κλητήριο θέσπισμα (στα σοβαρότερα αδικήματα) αφού ζητούμενο δεν αποτελεί μόνον η επιτάχυνσης των διαδικασιών, αλλά και ο ορθός έλεγχος της παραπομπής και, γενικότερα, η αναβάθμιση της ποιότητας της απονεμόμενης ποινικής δικαιοσύνης.
7. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Ουδέν θέμα έχει προωθηθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, επαγγελματικό ή θεσμικό, η δε αδράνεια αυτή μας οδηγεί σε προγραμματισμό διαφόρων μορφών κινητοποιήσεων, μετά τις Ευρωεκλογές.
8. Αναχρονιστικές και αυταρχικές αντιλήψεις άλλων εποχών επιχειρούν να αμφισβητήσουν τον θεσμό μας ρόλο, να αλλοιώσουν με εγκυκλίους και γνωμοδοτήσεις τον τρόπο λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος καθ υπέρβασιν κάθε άλλης εξουσίας. Δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα να αυτοαναγορεύεται σε ύπατο αρμοστή και να επιδιώκει να επιβάλλει απόψεις επικίνδυνες για ένα δημοκρατικό καθεστώς φαλκιδεύοντας τα δικαιώματα του έλληνα πολίτη.
9. Καταδικάζει την παραπληροφόρηση που επιχειρήθηκε από δημοσιογράφο στη διάρκεια της έκτακτης Ολομέλειας, που συγκλήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 21.3.2009, την οποία θεωρεί επιεικώς απαράδεκτη και ασυμβίβαστη με την στοιχειώδη δημοσιογραφική δεοντολογία.
10. Με αφορμή την Κοινή Υπουργική Απόφαση σχετικά με την απευθείας παραχώρησης της χρήσης του αιγιαλού και της παραλίας σε ιδιώτες από τους ΟΤΑ, οι Πρόεδροι των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων καλούνται, σε συνεργασία με τοπικούς φορείς, να ενεργοποιηθούν, ούτως ώστε με κάθε πρόσφορο μέσο να αποτρέψουν την κατά παράβαση του Συντάγματος επιχειρούμενη τσιμεντοποίηση και λεηλασία του φυσικού μας πλούτου.
11. Καταδικάζει εντονότατα τα φαινόμενα ασκήσεως ποινικών διώξεων σε Θεσσαλονίκη, Λαμία, και τελευταία στον Δικηγορικό Σύλλογο Καβάλας ενάντια σε δικηγόρους και σε εκλεγμένους αντιπροσώπους τους από τους εισαγγελικούς λειτουργούς, παραβιάζοντας ευθέως τον νόμο και τη διάταξη 47 παρ. 1 του ΚΠΔ, που ορίζει, ότι σε περιπτώσεις προφανώς αβασίμων και απαραδέκτων τύποις και ουσία εγκλήσεων αλλά και σε περιπτώσεις, που δεν υπάρχουν «επαρκείς» ενδείξεις, οι υποθέσεις αυτές να τίθενται στο αρχείο, καθώς επίσης την ωμή παρέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στο δικαιοδοτικό έργο δικαστού, που υπηρετεί στην Λάρισα, όπως κατήγγειλε ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος.
12. Η επόμενη συνεδρίαση της Ολομέλειας θα γίνει στην Κέρκυρα, με θέμα τον μέχρι σήμερα απολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης.