Πριν καλά καλά στεγνώσει η μελάνη των πρόσφατων παρεμβάσεων της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, σε εκκρεμείς υποθέσεις (υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας, ΜΟΔ Ζακύνθου - ανθρωποκτονία 11χρονης), αλλά και των προηγηθεισών παρεμβάσεων σε υποθέσεις που απασχόλησαν την επικαιρότητα (υπόθεση Τεμπών, «συμβασιούχων», «κίνημα της πετσέτας») καθ’ υπέρβαση των ορίων των προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων, το ΔΕΕ εξέδωσε βαρύνουσας σημασίας απόφαση, η οποία επιρρωνύει τις σχετικές αιτιάσεις του δικηγορικού σώματος.
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Financijska agencija κατά HANN-INVEST d.o.o. (C 554/21), MINERAL-SEKULINE d.o.o. (C 622/21) και UDRUGA KHL MEDVEŠČAK ZAGREB (C 727/21)], το Δικαστήριο της ΕΕ (και δη σε Μείζονα Σύνθεση) έκρινε, μεταξύ άλλων, τα εξής: • Η απαίτηση περί ανεξαρτησίας περιλαμβάνει δύο πτυχές.
Η πρώτη, εξωτερική πτυχή, προϋποθέτει ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C 585/18, C 624/18 και C 625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 121].
• Μολονότι η «εξωτερική» πτυχή της ανεξαρτησίας αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης ων εξουσιών που χαρακτηρίζει τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου, εντούτοις η πτυχή αυτή πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά επίσης την προστασία των δικαστών από αθέμιτη επιρροή προερχόμενη από το εσωτερικό του οικείου δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Δεκεμβρίου 2009, Parlov-Tkalčić κατά Κροατίας, CE:ECHR:2009:1222JUD002481006 § 86).
• Λαμβανομένων υπόψη των άρρηκτων δεσμών που υφίστανται μεταξύ των εγγυήσεων ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστών καθώς και της πρόσβασης σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ απαιτεί την ύπαρξη δικαστηρίου «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως».
Η αρχή αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση λαμβάνει μόνος του την απόφαση που περατώνει τη δίκη.
Με τη χρήση της φράσης «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως» επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αφεθεί η οργάνωση του δικαστικού συστήματος στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας και να διασφαλισθεί ότι ο τομέας αυτός θα διέπεται από νόμο.
Επιπλέον, σε χώρες όπου το δίκαιο αποτυπώνεται σε κώδικες, η οργάνωση του δικαστικού συστήματος δεν μπορεί να καταλείπεται ούτε στη διακριτική ευχέρεια των δικαστικών αρχών, στοιχείο το οποίο δεν αποκλείει, πάντως, την αναγνώριση σε αυτές ορισμένης εξουσίας ερμηνείας της σχετικής εθνικής νομοθεσίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C 791/19, EU:C:2021:596 σκέψη 168 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
Παρατίθεται το πλήρες κείμενο της αποφάσεως