Αθήνα, 16-5-2006
Το φαινόμενο της αυστηροποίησης των ποινών είχε παρατηρηθεί παλαιότερα όταν είχε γίνει απόπειρα κάθαρσης με αφορμή παράνομες αποφυλακίσεις μεγαλεμπόρων ναρκωτικών, επί εποχής που Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ήταν ο κ. Πλαγιαννάκος και το έργο της κάθαρσης είχε ανατεθεί στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Φλούδα, ο οποίος βρήκε περίεργο αυτοκινητικό θάνατο επιστρέφοντας από την Πάτρα στην εκπλήρωση του καθήκοντός του.
Με τον άδικο χαμό του εξαίρετου αυτού δικαστικού λειτουργού βάλτωσε η τότε επιχειρηθείσα κάθαρση. Όμως στο διάστημα αυτό είχε παρατηρηθεί ξανά το φαινόμενο της υπερβολικής αυστηρότητας των επιβαλλόμενων ποινών.
Επίορκοι και ανεπαρκείς υπήρχαν πάντοτε. Απλώς η αδιαφορία των ελεγκτικών οργάνων οδηγούσε σε εξαχρείωση ορισμένους δικαστές που πίστεψαν ότι ουδείς μπορεί να τους ελέγξει, αφού αυτοί ήταν μόνο κριτές άνευ οποιουδήποτε ελέγχου. Όλη η κοινωνία ασφαλώς τάχθηκε υπέρ της κάθαρσης, η δε δική μας συμβολή ήταν πολύ μεγάλη, με παρεμβάσεις και επισημάνσεις μας όταν και όπου χρειαζόταν.
Το ανθρώπινο πρόσωπο της Δικαιοσύνης πρέπει να είναι παρόν σε κάθε περίπτωση. Ο περίφημος νομικός μας πολιτισμός που είναι μια ανθρώπινη κατάκτηση δεν πρέπει να τίθεται υπό αμφισβήτηση ούτε στους πλέον χαλεπούς καιρούς. Εδώ αναφερόμαστε σε περιπτώσεις τοξικομανών, μικροπαραβατών, στους οποίους εξαντλείται η αυστηρότητα του δικαστή. Και ενώ αυτό ήταν ένα σπάνιο γεγονός, πλέον δεν είναι ασύνηθες. Δεν είναι δυνατόν ασφαλώς όλοι οι δικαστές να έχουν ομοιόμορφη συμπεριφορά, γιατί ο καθένας έχει την δική του προσωπικότητα, την δική του ιδιοσυγκρασία, την δική του ψυχική και ηθική υπόσταση. Άλλωστε υπάρχουν δικαστές που θεωρούνται αυστηροί, αλλά δίκαιοι στην εφαρμογή του νόμου.
Επί μήνες όμως παρακολουθούμε, σ’ αρκετές περιπτώσεις, σ’ όλα τα δικαστήρια της Χώρας, μία απάνθρωπη μεταχείριση των πολιτών, σαν να τους εκδικούνται για το κλίμα ανασφάλειας και φόβου που επικρατεί «λόγω της κάθαρσης». Ο αυστηρός όμως δικαστής δεν σημαίνει και έντιμος, μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο, με την έννοια ότι θέλει να κρύψει κάτι. Δικαιολογούνται μερικώς λόγω του επικρατούντος κλίματος, δεν δικαιολογούνται όμως ως δικαστές που η Πολιτεία, η Κοινωνία τους έχει εμπιστευθεί την διαχείριση των πολυτιμότερων αγαθών του πολίτη, της τιμής του, της αξιοπρέπειάς του, της περιουσίας του, αυτής της ίδιας της ελευθερίας του. Δικαστής που ανεβαίνει στην έδρα για να τιμωρήσει, από φόβο έστω να κατηγορηθεί για μεροληψία, δεν κάνει για δικαστής. Διότι δεν δικάζει ούτε με την συνείδησή του ούτε και με βάση τα ευρεία πλαίσια εφαρμογής του νόμου αναλόγως της περίπτωσης. Απλώς στην ουσία προδικάζει. Άλλωστε οι γνωστοί επίορκοι δικαστές ήσαν οι πλέον αυστηροί στις υπόλοιπες υποθέσεις. Και πράγματι είναι μια διαστρέβλωση του ρόλου της Δικαιοσύνης, αφού αυτά που αυτοί οι δικαστές πράττουν, θα μπορούσε να το πράξει ο οποιοσδήποτε και μη έχων την ιδιότητα του δικαστή, τηρώντας ψυχρά το τυπικό γράμμα του νόμου, με συνοπτικές διαδικασίες.
Το άσχημο είναι ότι και αξιόλογοι δικαστές παρασύρονται και αυτό οδηγεί σε μια απαξίωση του ίδιου του συστήματος απονομής δικαίου και η εικόνα αυτή ασφαλώς αδικεί το σύνολο των δικαστών.
Όμως οι περιπτώσεις που καταγγέλονται από όλη την Ελλάδα μας ανησυχούν. Ανησυχούν όλους όσους προσφεύγουν ή πρόκειται να προσφύγουν στην Ελληνική Δικαιοσύνη. Ολόκληρη την κοινωνία μας. Φοβούνται οι δικαστές, από την επικαλούμενη διαδικασία της κάθαρσης. Πολύ περισσότερο όμως φοβούνται – τρομάζουν οι πολίτες και μάλιστα οι ανυπεράσπιστοι. Οι ευάλωτες κοινωνικά ομάδες. Γιατί ο ισχυρός και ο επώνυμος θα βρει τον τρόπο, δημοσιοποιώντας το θέμα του ή αξιοποιώντας τις γνωριμίες του, να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης. Ο αδύναμος όμως ; Κανείς δεν θα ενδιαφερθεί γι’ αυτόν. Άλλωστε, το μεγαλύτερο ποσοστό φυλακισμένων, είναι αυτοί που δεν μπορούν να εξαγοράσουν τις ποινές τους, οι τοξικομανείς, τα κλεφτρόνια. Η Δικαιοσύνη δεν απονέμεται με κριτήρια εθνοφυλετικά κλπ, αλλά με κριτήρια, έστω και αυστηρά, που όμως θα αποβλέπουν να συνετίσουν προκειμένου να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο ο παραβάτης. Αδικείται λοιπόν στο σύνολό της η Δικαιοσύνη, αδικούνται οι πολλοί και άξιοι δικαστές. Έτσι απ’ αυτούς τους δικαστές, δημιουργείται μια άλλου είδους αρνητική εικόνα για την Δικαιοσύνη και το επιτελούμενο έργο της, μία εικόνα φόβου. Αν δε αυτό το κλίμα μεταδίδεται και στους νεώτερους και στην Σχολή Δικαστών, τότε επανερχόμαστε σε άλλες σκληρές και απάνθρωπες εποχές ανθρωποφοβίας. Είναι γνωστό εξάλλου ότι ορισμένοι «εκπαιδευτές - καθηγητές» της Σχολής Δικαστών αντί να διαπαιδαγωγούν τα νέα παιδιά, τα προτρέπουν να συμπεριφέρονται υπεροπτικά και να μην κάνουν παρέες με μή συναδέλφους τους. Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα που εκτροχιάζουν το νέο δικαστή από την σωστή αποστολή του, την ορθή εφαρμογή του νόμου, με βάση τον κοινωνικό ανθρωπισμό.
Αν εκλείψει ο κοινωνικός ανθρωπισμός, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Δικαιοσύνη θα είναι ολέθριος! Ευτυχώς ακόμη, οι πολίτες εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη και οι πολλοί δικαστές τιμούν τον όρκο τους με το παραπάνω, έχοντας συνείδηση της αποστολής τους και υπερβαίνουν το ανθρώπινο, για να καλύψουν τα κενά των ανεπαρκών και φαύλων. Ευτυχώς! Και αγωνίζονται για να κρατήσουν ψηλά τη σημαία της ελληνικής Δικαιοσύνης, με αξιοπρέπεια και πρωτοφανές ζήλο. Μ’ αυτούς συμπορευόμαστε, γιατί έχουμε ένα κοινό στόχο: Να προστατεύσουμε τους θεσμούς και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης που συνεχώς βάλλεται, απ’ αυτούς που θέλουν να την αποδυναμώσουν, να την κομματικοποιήσουν, να την ελέγχουν.
Εμείς γνωρίζουμε πολύ καλλίτερα τα πράγματα στον χώρο της Δικαιοσύνης. Εκπροσωπούμε τους εντολείς μας, την Ελληνική Κοινωνία. Προασπιζόμαστε τα ατομικά δικαιώματα και διαπιστώνουμε καθημερινά ότι αν εξακολουθήσει να αμφισβητείται το οχυρό αυτό της Δημοκρατίας, εξ αιτίας κάποιων που είτε από φόβο, είτε από απωθημένα εκθέτουν με τις αποφάσεις τους την Δικαιοσύνη, επαναφέροντας μεσαιωνικές αντιλήψεις, θα κινδυνεύσει αυτή η ίδια η Δημοκρατία. Κι αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε όλοι μας και πρωτίστως όσοι βρίσκονται στην ηγεσία της Δικαιοσύνης. Κι αν γίνουν τόσο επικίνδυνοι, καλλίτερα να λάβουν αυτοί άμεσα το μάθημά τους, οι λίγοι, πριν ζημιωθεί η μεγάλη πλειοψηφία, η Δικαιοσύνη και το Κράτος Δικαίου.
Η Ολομέλειά μας, μετά από συζήτηση και αφού εξαντλήσαμε τα όρια υπομονής όλο αυτό το διάστημα, προκηρύξαμε 24ωρη προειδοποιητική αποχή για τις 22 Μαΐου, με συγκεντρώσεις και συνέντευξη τύπου σ’ όλα τα δικαστήρια της χώρας, προς ενημέρωση της κοινωνίας.
Τα προβλήματα ακόμη και επαγγελματικής μας επιβίωσης είναι πάρα πολλά. Όμως δεν λησμονούμε τον θεσμικό μας ρόλο και το χρέος μας απέναντι στην ελληνική κοινωνία. Θα μπορούσαμε να σιωπήσουμε, χάριν των «καλών δημοσίων σχέσεων». Όμως αυτό θα είναι υποκρισία, ούτε άλλωστε και η μεγάλη πλειοψηφία των δικαστών το θέλει αυτό. Πολύ περισσότερο η κοινωνία μας, που αδύναμη παρακολουθεί ερήμην της να λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις, που νιώθει απροστάτευτη και ελπίζει μόνο σε μία αδέκαστη Δικαιοσύνη, που δεν διακρίνει ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, που είναι ισόνομοι. Λίγο δύσκολο βέβαια και λίγο μεταφυσικό ίσως. Όμως αν χαθεί η εμπιστοσύνη στην Δικαιοσύνη, τίποτα δεν μπορεί να αποτρέψει το χειρότερο. Την κατάλυση του Κράτους Δικαίου, την κατάλυση της έννομης τάξης. Την αγριότητα και σκληρότητα που θα επικρατήσουν με πράξεις αυτοδικίας.
Εμείς συλλέγουμε στοιχεία τέτοιων ακραίων περιπτώσεων που δεν συνιστούν απονομή Δικαιοσύνης και θα επανέλθουμε όχι μόνο με αποχές αλλά και με άλλους τρόπους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στη Διεθνή Κοινότητα. Πέραν τούτων η πολύ καλή συνεργασία μας με τις Δικαστικές Ενώσεις μέσω κοινών εκδηλώσεων και επαφών πιστεύουμε ότι θα αποδώσει καρπούς. Πάντως δεν θα παραμείνουμε με τα χέρια σταυρωμένα. Να είσθε βέβαιος γι’ αυτό διότι συναισθανόμεθα σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς το χρέος μας. Και κάποια στιγμή, που ελπίζουμε ότι δεν θ’ αργήσει, η Δικαιοσύνη θα ξαναβρεί τη χαμένη αθωότητά της.
Δημήτρης Παξινός
Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών