Τα τελευταία χρόνια, ιδίως στις μέρες μας, με πρόσχημα τα μέτρα προστασίας από τον COVID 19, έχουν πληθύνει οι λεγόμενες «προσαγωγές» πολιτών. Συνεπεία αυτού οδηγούνται στο αστυνομικό τμήμα πολίτες, συχνά για πολλές ώρες, μέσα σε συνθήκες συγχρωτισμού, ενώ επιδεικνύουν αστυνομική ταυτότητα, για την εξατομικευμένη αναγνώρισή τους. Παράλληλα, συμβαίνει πολλές φορές να μην επιτρέπεται η επικοινωνία με συνηγόρους, αλλά ούτε με συγγενείς τους, με την «δικαιολογία» ότι οι «προσαχθέντες» δεν έχουν –ή δεν έχουν αποκτήσει ακόμη- την ιδιότητα του κατηγορουμένου και έτσι δεν έχουν δικαίωμα επικοινωνίας και παράστασης με συνήγορο
. Η προσαγωγή πολιτών στο αστυνομικό κατάστημα, προβλέπεται για συγκεκριμένους λόγους από τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 15 περίπτ. θ΄ του ΠΔ 141/1991, όπως ισχύει, όπου ορίζεται ότι ο αστυνομικός «Οδηγεί στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας».
Στη συνέχεια της ίδιας διάταξης ορίζεται ότι «Τα προσαγόμενα στο αστυνομικό κατάστημα άτομα δέον όπως μη παραμένουν σ΄ αυτό πέραν του χρόνου, ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για τον σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν». Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, προϋπόθεση της προσαγωγής κάποιου που διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία ταυτότητας, είναι να υπάρχουν εναντίον του υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας.
Όπως έχει επισημανθεί ήδη και με την υπ΄ αριθ. 7100/22/4-α΄ από 17-6-2005 εγκύκλιο - διαταγή Αρχηγού της Αστυνομίας, η επίδειξη δελτίου ταυτότητας πρέπει, καταρχήν, να απαλλάσσει τον ελεγχθέντα από το ενδεχόμενο προσαγωγής για πρόσθετη εξακρίβωση στοιχείων. Ωστόσο, αυτή επιτρέπεται στην περίπτωση που η συμπεριφορά του (και όχι απλώς ο τόπος, ο χρόνος ή οι περιστάσεις) κινεί υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος, όπως προβλέπεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 74 παρ. 15 περίπτ. θ΄ του ΠΔ 141/1991, είναι δηλαδή ύποπτος για την τέλεση κάποιου αδικήματος. Σύμφωνα με το άρ. 417 Κ.Π.Δ., αν ο δράστης οποιουδήποτε πλημμελήματος έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, ακολουθείται η διαδικασία που αναφέρεται στα επόμενα άρθρα, εκτός αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι να μην εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία.
Ο ανακριτικός υπάλληλος ή το αστυνομικό όργανο που συνέλαβε τον δράστη επ’ αυτοφώρω έχει την υποχρέωση να τον φέρει αμέσως ή, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του δικαστηρίου, μέσα στον απόλυτα αναγκαίο για τη μεταφορά χρόνο, στον αρμόδιο εισαγγελέα μαζί με την έκθεση για τη σύλληψη και τη βεβαίωση του εγκλήματος, που πρέπει υποχρεωτικά να τη συντάξει. Ο εισαγγελέας μπορεί να παραπέμψει τον κατηγορούμενο αμέσως, χωρίς γραπτή προδικασία, στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου που συνεδριάζει την ημέρα εκείνη, το οποίο και ασχολείται αμέσως με την εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά την ημέρα αυτή δεν συνεδριάζει το αρμόδιο δικαστήριο, ορίζεται έκτακτη δικάσιμη για την ίδια ημέρα ή, όταν υπάρχει απόλυτη αδυναμία συγκρότησης του δικαστηρίου αυθημερόν, για την επόμενη ημέρα.
Ο εισαγγελέας γνωστοποιεί προφορικά τα στοιχεία της κατηγορίας στον κατηγορούμενο χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος.
Για την παραπάνω γνωστοποίηση συντάσσεται και προσαρτάται στη δικογραφία συνοπτική έκθεση που υπογράφεται από τον εισαγγελέα, τον γραμματέα και τον κατηγορούμενο και σε περίπτωση ανάγκης μόνο από τον εισαγγελέα.
Αν το πλημμέλημα υπάγεται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου και αυτό συνεδριάζει την ημέρα που τελέστηκε το πλημμέλημα στην περιφέρεια του τόπου της τέλεσης, ο κατηγορούμενος μετά τη σύλληψή του προσάγεται χωρίς χρονοτριβή στο δικαστήριο, το οποίο και δικάζει αμέσως την υπόθεση που εισάγεται από τον εισαγγελέα, ο οποίος και παρίσταται στην συνεδρίαση. Αν το πλημμέλημα διώκεται μόνο με έγκληση, αυτή μπορεί να υποβληθεί και προφορικά σ’ εκείνους που έχουν τη δυνατότητα να συλλάβουν τον δράστη αυτόφωρου εγκλήματος, οπότε η σχετική δήλωση περιλαμβάνεται στην έκθεση για τη σύλληψη (άρ. 418, 275 παρ. 2 Κ.Π.Δ.). Συναφές με τα παραπάνω είναι το ζήτημα του δικαιώματος επίσκεψης και ενημέρωσης του προσαχθέντος, αλλά εισέτι μη συλληφθέντος.
Σύμφωνα με το άρ. 105 Κ.Π.Δ., όταν ενεργείται αυτεπάγγελτη προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 245 παρ. 2 Κ.Π.Δ., «εκείνος που εξετάζεται», άρα και ο προσαχθείς στο πλαίσιο του προσταδίου αυτεπάγγελτης προανάκρισης, ήτοι του σταδίου διερεύνησης της συνδρομής προϋποθέσεων της αυτεπάγγελτης προανάκρισης, έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 91, 95, 96, 97, 98, 100, 101, 103 και 104 Κ.Π.Δ.
Ο προσαχθείς έχει επομένως το δικαίωμα να ζητήσει να ενημερωθεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για τη στέρηση της ελευθερίας του ένα τουλάχιστον πρόσωπο της επιλογής του, και εάν είναι ανήλικος ενημερώνεται ο ασκών τη γονική μέριμνα, εκτός αν αυτό αντιβαίνει στο συμφέρον του ανηλίκου, οπότε ενημερώνεται κάποιο άλλο ενδεδειγμένο ενήλικο πρόσωπο ή η αρμόδια για την προστασία των ανηλίκων αρχή.
Ο προσαχθείς εξεταζόμενος έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση προτού εξεταστεί από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή. Η κατά παράβαση του άρθρου 105 εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη.
Το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο, το οποίο έχει κάθε πολίτης, αναγνωρίζεται ήδη ευθέως από τον ίδιο το Νόμο και συγκεκριμένα τη διάταξη του άρθρου 95 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο ορίζει ότι «Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος ενημερώνεται αμέσως όσον αφορά τουλάχιστον στα ακόλουθα δικαιώματα:
α) το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο,
β) το δικαίωμα και τις προϋποθέσεις παροχής δωρεάν νομικών συμβουλών,
γ) το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την κατηγορία
δ) το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης και
ε) το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης».
Επομένως, ο Νόμος δεν κάνει καμία απολύτως διάκριση ανάμεσα στον ύποπτο και τον κατηγορούμενο, όσον αφορά το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο (όπως και για τα υπόλοιπα δικαιώματά του), για το οποίο μάλιστα υπάρχει υποχρέωση άμεσης ενημέρωσης από την Αστυνομία.
Επίσης, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση προβλέπεται (και) για τους υπόπτους από την Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση, που κάποιος προσαχθεί προς εξακρίβωση στο αστυνομικό κατάστημα, όχι λόγω του ότι θεωρείται ύποπτος για την τέλεση κάποιου αδικήματος, αλλά επειδή δεν είχε διαθέσιμο να επιδείξει, κατά τον έλεγχο, δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, και σ’ αυτήν την περίπτωση, έχει το δικαίωμα, εφόσον το ζητήσει, παράστασης και συνδρομής από δικηγόρο, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, που αποτελεί νόμο του κράτους και ο οποίος ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 2 ότι «Περιεχόμενο του λειτουργήματος είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, η παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, όπως επίσης και η συμμετοχή του σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή» καθώς και στο άρθρο 36 παρ. 1 που ορίζει ότι «Αποκλειστικό έργο του δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και να υπερασπίζεται τον εντολέα του σε κάθε δικαστήριο ή αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας, στα δικαστήρια, τις υπηρεσίες και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα διεθνή δικαστήρια, στα πειθαρχικά και υπηρεσιακά συμβούλια, καθώς και η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας…». Οι αστυνομικές αρχές δεν αποτελούν φυσικά εξαίρεση από τις παραπάνω διατάξεις.
Επομένως, η παράσταση δικηγόρου σε προσαχθέντα για οποιονδήποτε από τους δύο παραπάνω λόγους κι αν έχει αυτός προσαχθεί, αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά του και η στέρησή του, με οποιοδήποτε πρόσχημα, είναι παράνομη και αυθαίρετη, συνιστώντας παράλληλα και ποινικό και πειθαρχικό αδίκημα για το αστυνομικό ή κάθε αρμόδιο όργανο που τη διαπράττει.