Συνέντευξη τύπου : ' Θεσμικό πλαίσιο Υμηττού - Νέοι Οδικοί ’ξονες'>
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ 60
106 79 ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ. 210 3398270,271
Κατ'αρχάς πρέπει να επισημάνουμε μαι εξαιρετική αντίφαση που σημειώθηκε στην περίπτωση του Υμηττού:
Πρώτα δόθηκε στη δημοσιότητα το νέο σχέδιο ΠΔ για τον Υμηττό, από το οποίο εξαιρέθηκε το Μητροπολιτικό Πάρκο Γουδή, το οποίο ανήκει στη Β Ζώνη Υμηττού και φέρεται ο σχεδιασμός του να προωθηθεί με νέο ΠΔ, στη συνέχεια δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση η ΜΠΕ για τους νέους οδικούς άξονες της Αττικής που διέρχονται του Υμηττού , ακολούθησε η ανακοίνωση για το νέο ρυθμιστικό σχέδιο Αθήνας και πριν λίγες μέρες ανακοινώθηκε και πάλι από το ΥΠΕΧΩΔΕ ότι πρόκειται άμεσα να δοθεί για διαβούλευση το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τη διαχείριση του ορεινού όγκου.
Α. Η Προστασία του Υμηττού και των κατοίκων των όμορων Δήμων, μέσα από τη νομολογία των δικαστηρίων.
1.Με το από 31.8.1978 ΠΔ καθορίστηκαν δύο ζώνες προστασίας της περιοχής της ζώνης του όρους Υμηττού με περιορισμό στη χρήση και στη δόμηση. Η πλέον ορεινή ζώνη καθορίστηκε ως χώρος αναψυχής και περιπάτου, ενώ περιφερειακά σε αυτήν η ζώνη Β καθορίστηκε μόνο για την εγκατάσταση κοινωφελών και κοινόχρηστων λειτουργιών. Το διάταγμα αυτό τροποποιήθηκε με το από 17.3.1981. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο του Υμηττού, που έχει θεσπιστεί πριν τριάντα περίπου χρόνια έχει αποτελέσει μέχρι σήμερα την ασπίδα προστασίας του καθώς έχει αποτρέψει νομοθέτη και διοίκηση να επιτρέψουν τη λειτουργία εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων που θα επέφεραν την υποβάθμισή του. Αποτέλεσε επίσης το λόγο έκδοσης σημαντικών δικαστικών αποφάσεων, όπως είναι η ακύρωση της ΚΥΑ για την έγκριση περιβαλλοντικών όρων ενός έργου που κατά τη διοίκηση θεωρήθηκε ως έργο σημαντικής ενεργειακής υποδομής και συνδέθηκε μάλιστα και με τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004: αυτό του Κέντρου Υψηλής Τάσης Αργυρούπολης. Η χωροθέτηση του έργου που είχε γίνει με νόμο ακυρώθηκε καθώς κρίθηκε αντισυνταγματικός και η κατασκευή του ΚΥΤ κατέστη παράνομη με δεδομένο ότι η έκταση όπου κατασκευάστηκε είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή Αττικής (ΣτΕ Ολ 1672/2005). Εξαιτίας της παράνομης κατασκευής του έργου, εντός αναδασωτέας περιοχής, χωρίς τουλάχιστον τη δημιουργία ζώνης υψηλού πρασίνου μεταξύ της εγκαταστάσεως και του οικιστικού ιστού, υποβαθμίστηκε παρανόμως και υπαιτίως σημαντικά το φυσικό περιβάλλον της Β Ζώνης Υμηττού, του οποίου τα οφέλη δικαιούνταν να απολαμβάνουν οι κάτοικοι πλησίον της ανωτέρω ζώνης στην περιοχή της Αργυρούπολης και Ηλιούπολης.
2.Η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος στον Υμηττό, αποτέλεσε την αιτία έκδοσης της πρώτης απόφασης από ελληνικό πολιτικό δικαστήριο το 2008, με την οποία επιδικάστηκε στους κατοίκους που διέμεναν πλησίον του ανωτέρω έργου ποσό 500 ευρώ (για τον κάθε ενάγοντα) προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν εξαιτίας της σημαντικής και παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς τους με αποτέλεσμα να δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. (ΠΠρΑθ 6581/2008)
Β. Η απαγόρευση επιδείνωσης των όρων διαβίωσης των κατοίκων της Αττικής κατά το Σύνταγμα.
Ήδη από το 1995 επιχειρήθηκε η τροποποίηση του καθεστώτος του Υμηττού με απόφαση του Οργανισμού της Αθήνας. Η πρόταση αφορούσε κατά κύριο λόγο την προσθήκη ορισμένων επιπλέον κοινωφελών χρήσεων στη β ζώνη προστασίας, την εξαίρεση περιοχών από το όριο προστασίας και επέκταση των ορίων του ορεινού όγκου στις νότιες λοφοσειρές που αποτελούν την απόληξή του προς τη θάλασσα. Με το 67/1998 πρακτικό επεξεργασίας του Ε Τμήματος, κρίθηκε ότι ορισμένες προβλέψεις του ως άνω σχεδίου Π.Δ μετέβαλαν επί τα χείρω το υφιστάμενο καθεστώς προστασίας του Υμηττού. Το ΠΔ δεν προωθήθηκε εκ νέου, μετά τις παρατηρήσεις του ΣτΕ. Αντ αυτού δόθηκε στη δημοσιότητα ένα νέο σχέδιο ΠΔ που λαμβάνει υπόψη το μεταγενέστερο θεσμικό πλαίσιο προστασίας του ορεινού όγκου και τις κατευθύνσεις και το πρόγραμμα του ρυθμιστικού σχεδίου Αθήνας (ν1515/1985). Ήδη, «Η συνεργασία των 12 φορέων για το περιβάλλον, στην οποία συμμετέχει ο ΔΣΑ έχει ζητήσει να καταργηθεί η β Ζώνη Προστασίας του Υμηττού υπέρ της Ζώνης Α και να κηρυχθούν οι περιαστικοί ορεινοί όγκοι ως προστατευόμενες περιοχές του άρθρου 19 του ν. 1650/1986.
Υπενθυμίζεται ότι με τις διατάξεις του άρθρου 24 έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία όχι μόνο το φυσικό και πολιτιστικό, αλλά και το οικιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν, περαιτέρω, επιταγές στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία να ρυθμίζουν, κατά πρώτον, με κριτήρια ορθολογικού σχεδιασμού τη χωροταξική οργάνωση της χώρας και την πολεοδομική διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών. Δεν είναι κατά συνέπεια επιτρεπτά μέτρα και ρυθμίσεις που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και υποβάθμιση του φυσικού ή του προβλεπόμενου από τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις οικιστικού περιβάλλοντος. ΣτΕ Ολ 123/2007, 1528/2003 .).
Προκειμένου να κριθεί εάν με τις νέες ρυθμίσεις επέρχεται αναβάθμιση ή υποβάθμιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ισχύον πριν από την έκδοση των νέων διατάξεων νομικώς δεσμευτικό καθεστώς, όχι δε η υφιστάμενη κατάσταση, που τυχόν διατηρήθηκε ή διαμορφώθηκε, λόγω παραλείψεων των οργάνων της κρατικής διοικήσεως και της τοπικής αυτοδιοικήσεως να εφαρμόσουν τον εγκεκριμένο σχεδιασμό ή λόγω αντίθετων προς το σχεδιασμό αυτό ενεργειών τους. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία λόγο τροποποιήσεως του καθεστώτος ορισμένης περιοχής θα αποτελούσε η πραγματική κατάσταση, που δημιουργήθηκε ή διατηρήθηκε σε αντίθεση με το καθεστώς αυτό, εξ αιτίας της μη εφαρμογής του, είτε αυτή οφείλεται σε αναιτιολόγητη αδυναμία ή αμέλεια είτε σε σκόπιμες παραλείψεις των αρμόδιων υπηρεσιών, δεν συνάδει με την αρχή του κράτους δικαίου και τις επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος.
Γ. Η ανάγκη συνολικής αντιμετώπισης των νέων επεμβάσεων που επιχειρούνται στον ορεινό όγκο του Υμηττού κατά το κοινοτικό δίκαιο
Οι επιχειρούμενες ρυθμίσεις που επηρεάζουν τον Υμηττό θα πρέπει να εξεταστούν σε σχέση με την οδηγία 2001/42/ΕΚ για την στρατηγική εκτίμηση των επιπτώσεων σχεδίων και προγραμμάτων στο περιβάλλον καθώς επίσης και σε σχέση με την οδηγία 92/43 για την προστασία των οικοτόπων, καθώς μέρος της περιοχής εντάσσεται στο ευρωπαϊκό δίκτυο Natura 2000 και τίθεται έτσι σε καθεστώς μείζονος προστασίας, όπως άλλωστε έχει επισημανθεί από τις οικολογικές οργανώσεις, έχει αναλυτικά γραφεί στον τύπο και δεν θα επεκταθούμε προς το παρόν περαιτέρω.
Ειδικότερα για την οδηγία 2001/42 επισημαίνουμε ότι θέτει τους ελάχιστους κανόνες για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων και προγραμμάτων, τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο μελλοντικών αδειών ορισμένων έργων και ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ώστε οι επιπτώσεις αυτές να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκπόνηση των ανωτέρω σχεδίων και προγραμμάτων και πριν από την έγκρισή τους. Στόχος της είναι η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην προετοιμασία και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης.
Υπό τα δεδομένα αυτά, οι ως άνω διατάξεις του προεδρικού διατάγματος αλλά και εν γένει των παρεμβάσεων που επιχειρούνται με τις νέες ρυθμίσεις, όποια μορφή κι αν λαμβάνουν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/42/ΕΚ. Η τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας εκτός από την εξασφάλιση της ολιστικής αντιμετώπισης των θεμάτων που αναδεικνύονται εξασφαλίζει και την συμμετοχή των ενδιαφερόμενων πολιτών και υπηρεσιών τόσο από ουσιαστικής απόψεως, δηλαδή ως προς την εκτίμηση των επιπτώσεων, αμέσων και εμμέσων, που έχει στο περιβάλλον όσο και από πλευράς διαδικαστικών εγγυήσεων.
Δ. Η ανάγκη διασφάλισης ολοκληρωμένης και πραγματικής διαβούλευσης με την κοινωνία των πολιτών.
Η περιβαλλοντική διάσταση αποτελεί συχνά ενοχλητική παράμετρος στα αναπτυξιακά σχέδια. Ωστόσο, η προστασία του περιβάλλοντος δεν μπορεί να περιορίζεται ούτε να εξαντλείται στη σημειακή ή κατασταλτική προστασία από τα δικαστήρια, ούτε να αποτελεί πεδίο αντιπαλότητας μεταξύ Συμβουλίου της Επικρατείας και ΥΠΕΧΩΔΕ.
Η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος απαιτεί προληπτική δράση τόσο από τη Διοίκηση όσο και από τους πολίτες καθώς και όλους τους επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς, οι οποίοι οφείλουν να βρίσκονται σε εγρήγορση, να λαμβάνουν κατάλληλη πληροφόρηση και να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν στο περιβάλλον και τελικά στην ποιότητα της ζωής όλων και ιδίως των επερχόμενων γενεών. Προς το σκοπό αυτό η πραγματοποίηση της δημόσιας διαβούλευσης για κάθε σχέδιο, πρόγραμμα, έργο και δραστηριότητα που αφορά στο περιβάλλον μιας κοινωνίας, σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, κρίνεται εξέχουσας σημασίας ώστε να επιτυγχάνεται κοινωνική συναίνεση, όπως άλλωστε απαιτεί πλέον η σχετική κοινοτική νομοθεσία.
Η έννοια του όρου δημόσια διαβούλευση, δεν είναι σαφώς καθορισμένη στην ελληνική έννομη τάξη ενώ η εμπειρία έχει αποδείξει, ότι δεν διασφαλίζεται κατά τη διαβούλευση, όπου και όταν γίνεται, η πραγματική ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων και εμπλεκόμενων φορέων ούτε και η αποτελεσματική συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στη διαμόρφωση των τελικών αποφάσεων.
Με τον τρόπο αυτό, εντείνεται συνεχώς η αίσθηση ότι οι πολίτες παραμερίζονται κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν στο περιβάλλον αφού αυτές κατευθύνονται τελικά από ορισμένους που αποφασίζουν για τους πολίτες ερήμην των πολιτών.
Η κοινωνία όμως των πολιτών, σε μια δημοκρατία, θα πρέπει να είναι ασφαλής και προστατευμένη από πάσης φύσεως πιθανές αυθαιρεσίες των κυβερνήσεων και της διοίκησης και θα πρέπει να ενημερώνεται, να συμμετέχει και να εισακούγεται προς όφελος του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει η προστασία του περιβάλλοντος .
Ολοκληρώνοντας επισημαίνουμε ότι είναι αδιαμφισβήτητο ότι η κατοχύρωση και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην υγεία και στο περιβάλλον αποτελεί τον τροφοδότη της δημοκρατικής εξέλιξης της κοινωνίας μας και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η άμεση ανάγκη των πολιτών να νιώθουν ασφαλείς και προστατευμένοι μέσα σ αυτήν. Η κατοχύρωση αυτή θα πρέπει να συνδυαστεί με ένα άνοιγμα των θεσμών στην κοινωνία, με την ενίσχυση των δημοκρατικών διαδικασιών που θα εκφράζουν τις πολιτικές και κοινωνικές τάσεις και θα επιτρέπουν τη συμμετοχή των πολιτών στο περιβαλλοντικό διάλογο που αφορά άμεσα το μέλλον τους , τη συμμετοχή στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και την ενδυνάμωση τελικά με τον τρόπο αυτό του δημοκρατικού πολιτεύματος.