Όλως αιφνιδίως, κατά παράβαση των αρχών της καλής νομοθέτησης, δίχως προηγούμενη διαβούλευση με τους επιστημονικούς φορείς και δη τους Δικηγορικούς Συλλόγους, αλλά και χωρίς την προηγούμενη επεξεργασία στην αρμόδια Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, εισήχθη με τροπολογία στο Νόμο 4908/2022 (άρθρο 72) διάταξη με την οποία τροποποιείται το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα και μεταξύ άλλων προστίθεται παράγραφος 6 και διαμορφώνεται η εξαιρετικά δυσμενής ρύθμιση ότι «στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ.»
Με την ως άνω ρύθμιση:
-Καταλύεται το ισχύον εισέτι τεκμήριο αθωότητας.
-Ανατρέπεται η ισορροπία του δικαϊκού μας συστήματος, αφού ενώ επί βαρύτατων αδικημάτων με ποινές πρόσκαιρης ακόμη και ισοβίου καθείρξεως δύναται η τυχόν ασκηθείσα έφεση να έχει ανασταλτική δύναμη, αντιθέτως με τη νεοεισαχθείσα ρύθμιση επιβάλλεται στο Δικαστήριο ακόμα και για ήσσονος σημασίας πλημμελήματα να μην χορηγήσει την ανασταλτική δύναμη της έφεσης, με αποτέλεσμα ο καταδικασθείς πρωτοδίκως να οδηγείται στη φυλακή.
-Εκδηλώνεται η δυσπιστία του νομοθέτη στο φυσικό Δικαστή, διότι του αφαιρεί τη μέχρι πρότινος διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει ο ίδιος τόσο επί της δυνατότητας αναστολής ή μετατροπής της επιβληθείσας ποινής όσο και επί της αναστέλλουσας δύναμης επί της τυχόν ασκηθείσας εφέσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου.
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα είναι επιβεβλημένη η άμεση κατάργηση της παραγράφου 6 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα όπως η τελευταία προστέθηκε με το Νόμο 4908/2022 και καλούμε τον Υπουργό Δικαιοσύνης να προβεί στις δέουσες ενέργειες.